- εκβραχισμός
- οεκβολή ή αφαίρεση βράχων ή τμήματός τους από το έδαφος κατά την κατασκευή δημόσιων έργων, τη θεμελίωση σπιτιών ή την παράδοση γης στην καλλιέργεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκβραχισμός — ο η απόσπαση βράχων για εξομάλυνση βραχώδους εδάφους (διώρυγας, ποταμού, στοών λατομείου κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκσκαφή — η (Μ ἐκσκαφή) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκσκάπτω, εξόρυξη, εκχωμάτωση, εκβραχισμός, ξέσκαμμα … Dictionary of Greek
εκσκαφή — η 1. ξέσκαμμα, ξεχώνιασμα, σκάψιμο. 2. άνοιγμα αυλακιών, εκχωμάτιση, εκβραχισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)